- νύχιος
- νύχιος, -ία, -ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, -εία, -ον (Α)1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.)2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη νύχτα («ὅτ' ἧλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός», Αισχύλ.)3. μτφ. σκοτεινός σαν τη νύχτα («νύχια ἄντρα», Ευρ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νύχιοντο σκοτάδι5. φρ. «νύχια μέλαθρα» — ο Κάτω Κόσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- τού νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -(ε)ιος].
Dictionary of Greek. 2013.